Στο Φάρ-Ουέστ δυο φίλοι ταξίδευαν με τ' άλογά τους μαζί. Κάποια στιγμή, και ενώ είχαν σταματήσει για ξεκούραση, ο ένας ακούει τον άλλο να ουρλιάζει από πόνο. Πετάγεται εκεί που ακούστηκε η φωνή και βλέπει το φίλο του να χτυπιέται κάτω κουλουριασμένος.
- "Τι έπαθες, φίλε;", ρωτάει με αγωνία.
- "Εκεί που κατουρούσα", λέει ο άλλος σφίγγοντας τα δόντια, "πετάχτηκε ένα φίδι και με δάγκωσε στον πούτ.... Σώσε με, φίλε. Τρέχα στην πόλη που αφήσαμε πίσω μας και φέρε το γιατρό!"
- "Αμέσως, φίλε, αμέσως. Κάνε κουράγιο κι εγώ έφτασα", λέει ο πρώτος.
Πετάγεται πάνω στ' άλογό του, το βιτσίζει άγρια και καλπάζει προς την πόλη.
- "Μόνο να σωθεί ο φίλος μου", μουρμούριζε. Κάποια στιγμή, με το άλογο ξεθεωμένο απ' τον καλπασμό, φτάνουν στην πόλη. Ρωτάει για το γιατρό, βρίσκει το ιατρείο του, μπαίνει μέσα, μα τι να δει! Ο γιατρός τύφλα στο μεθύσι. Τον ταρακουνάει.
- "Γιατρέ, σήκω. Πρέπει να σώσουμε το φίλο μου."
- "Δε μπορώ να κάνω βήμα", τραυλίζει ο γιατρός.
- "Μα τον δάγκωσε φίδι", λέει με αγωνία ο άλλος.
- "Τότε είναι στα χέρια σου να τον σώσεις", λέει ο γιατρός.
- "Ρούφα το δηλητήριο απ' την πληγή και φτύνε το. Αυτό μόνο μπορείς να κάνεις, αλλιώς ο φίλος σου θα πεθάνει."
- "Εντάξει", λέει ο άλλος και αστραπιαία ξαναφεύγει.
Στο δρόμο του γυρισμού άρχισε να λέει:
- "Να σώσω το φίλο μου. Να ρουφήξω και να φτύσω το δηλητήριο, αλλιώς θα πεθάνει..." Κάποια στιγμή έφτασε. Τον βλέπει ο πληγωμένος και τον ρωτάει:
- "Που είναι ο γιατρός;"
- "Ο γιατρός δε μπόρεσε να έρθει, αλλά μου είπε..."
- "Τι σου είπε, τι σου είπε;", ρωτάει ο πληγωμένος.
Ο άλλος βλέπει το ματωμένο πούτ.. του φίλου του, τον κοιτάει στα μάτια και του λέει:
- "Μου είπε...ότι θα πεθάνεις!"